παρασπόνδῳ

παρασπόνδῳ
παράσπονδος
contrary to a compact
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδώ — παρασπονδώ, παρασπόνδησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασπονδώ — παρασπόνδησα, αθετώ συνθήκη, παραβιάζω συμφωνία, παραβαίνω σπονδές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαρασπονδώ — έω, Α παρασπονδώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρασπονδῶ «παραβιάζω συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδία — η παρασπόνδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασπονδώ. Η λ., στον πληθ. παρασπονδίαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδητής — ὁ, Μ [παρασπονδώ] παράσπονδος …   Dictionary of Greek

  • παρασπόνδημα — ατος, τὸ, Α [παρασπονδώ] παράβαση οφειλόμενης πίστης, απιστία …   Dictionary of Greek

  • παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”